- δακτυλισμός
- ο1. μουσ. η τοποθέτηση τών δακτύλων στο μουσικό όργανο και η κίνηση τους κατά την εκτέλεση τού έργου2. στρ. η μετακίνηση τής ακμής τού ξίφους με τον αντίχειρα και τα δύο πρώτα δάχτυλα χωρίς ν' ανοίξει η παλάμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + -ισμός*. Η λ. με τη σημ. 2 μαρτυρείται από το 1872 στον Νικόλ. Πύργο].
Dictionary of Greek. 2013.